καρφί


καρφί
Προφορά

Ετυμολογία
καρφί μεσαιωνική ελληνική καρφίν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καρφί

✦ μεταλλικό ή και ξύλινο αντικείμενο, συνήθως αιχμηρό, που χρησιμοποιείται σε πάμπολλες κατασκευές, ήλος, γόμφος
(μτφ. ) καταδότης
✦ φρ. καρφί δεν του καίγεται, αδιαφορεί – κάθεται στα καρφιά, ανυπομονεί – κόβω καρφιά, τουρτουρίζω – μια στο καρφί και μια στο πέταλο, κατηγόριες και παινέματα διαδοχικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.