καρυοθραύστης


καρυοθραύστης
Προφορά

Ετυμολογία
καρυοθραύστης κάρυον + θραύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρυοθραύστης

✦ επιτραπέζιο όργανο, μικρός μοχλός για το σπάσιμο των καρυδιών ή άλλων ξηρών καρπών
✦ είδος πτηνού με σκούρο καστανό πτέρωμα, ισχυρό και μακρύ ράμφος, που απαντά συν. σε κωνοφόρα δάση, ορεινών περιοχών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.