καρυκεύω


καρυκεύω
Προφορά

Ετυμολογία
καρυκεύω μεταγενέστερη ελληνική καρυκεύω

Ερμηνεία
ρήμα καρυκεύω

✦ προσθέτω στο φαγητό αρτύματα για να νοστιμίσει
✦ (κ. μτφ. για λόγους, εκφράσεις κτλ.) ποικίλλω, διανθίζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.