καρυδάτος


καρυδάτος
Προφορά

Ετυμολογία
καρυδάτος καρύδι

Ερμηνεία
επίθετο┘ καρυδάτος -η, -ο

✦ που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού
✦ ο κατασκευασμένος με καρύδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.