καρτερόψυχος


καρτερόψυχος
Προφορά

Ετυμολογία
καρτερόψυχος μεταγενέστερη ελληνική καρτερόψυχος

Ερμηνεία
επίθετο┘ καρτερόψυχος -η, -ο

✦ ανδρείος, γενναιόψυχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καρτερόψυχα, με γενναιοψυχία:η πολιτεία συνήθισε να μελετά το γραφτό της υπομονετικά και καρτερόψυχα (Π. Πρεβελάκης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.