καρπαζοεισπράχτορας


καρπαζοεισπράχτορας
Προφορά

Ετυμολογία
καρπαζοεισπράχτορας καρπαζιά + εισπράχτορας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρπαζοεισπράχτορας

✦ αυτός που εισπράττει καρπαζιές, που τον καρπαζώνουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.