καρντάσης


καρντάσης
Προφορά

Ετυμολογία
καρντάσης └τουρκ┘kardas

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρντάσης

✦ θηλ. καρντασίνα αδελφός
✦ σύντροφος, αδελφικός φίλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.