καρνάγιο


καρνάγιο
Προφορά

Ετυμολογία
καρνάγιο └ιταλ┘carenaggio

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καρνάγιο

✦ χώρος στον οποίο ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία, ναυπηγείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.