καρνάβαλος


καρνάβαλος
Προφορά

Ετυμολογία
καρνάβαλος └γαλλ┘ carnaval

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρνάβαλος

✦ οργανωμένη πομπή μεταμφιεσμένων στις γιορτές της αποκριάς
✦ ο κορυφαίος της πομπής των μεταμφιεσμένων που, πάνω σε ψηλό άρμα, περιφέρεται στους δρόμους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.