καρμπονάρα


καρμπονάρα
Προφορά

Ετυμολογία
καρμπονάρα └ιταλ┘carbonara

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καρμπονάρα

✦ τρόπος μαγειρέματος ζυμαρικών με σάλτσα άσπρου τυριού, κομματάκια μπέικον και ζαμπόν και αβγά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.