καρμανιόλα


καρμανιόλα
Προφορά

Ετυμολογία
καρμανιόλα └γαλλ┘ carmagnole (= είδος ενδυμασίας του λαού κατά την περίοδο της Γαλλικής Επαναστάσεως)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καρμανιόλα

✦ η λαιμητόμος
✦ λ. για να χαρακτηρίσει κάτι το εξαιρετικά επικίνδυνο, που προκαλεί θανάτους: δρόμος καρμανιόλα – διασταύρωση καρμανιόλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.