καρμίρικος


καρμίρικος
Προφορά

Ετυμολογία
καρμίρικος καρμίρης

Ερμηνεία
επίθετο┘ καρμίρικος -η, -ο

✦ ο χαρακτηριστικός του καρμίρη, που ταιριάζει σε καρμίρη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καρμίρικα:ζούσε μίζερα και καρμίρικα, πάντα κακοντυμένος, βρόμικος και πεινασμένος (Μ. Καραγάτσης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.