καρκινοφιλία


καρκινοφιλία
Προφορά

Ετυμολογία
καρκινοφιλία καρκίνος + φιλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καρκινοφιλία

(ιατρ.) η ιδιότητα ορισμένων οργάνων και ιστών να αναπτύσσουν καρκίνο ή μεταστάσεις από καρκίνωμα που υπάρχει στον οργανισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.