καρκινοφιλία
Προφορά
Ετυμολογία
καρκινοφιλία καρκίνος + φιλώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καρκινοφιλία
✦ (ιατρ.) η ιδιότητα ορισμένων οργάνων και ιστών να αναπτύσσουν καρκίνο ή μεταστάσεις από καρκίνωμα που υπάρχει στον οργανισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–