καρκαλέτσος


καρκαλέτσος
Προφορά

Ετυμολογία
καρκαλέτσος └αλβαν┘ karkalets

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρκαλέτσος

✦ είδος ακρίδας
(μτφ. ) άνδρας ψηλός και ισχνός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.