καριερίστας
Προφορά
Ετυμολογία
καριερίστας καριέρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καριερίστας
✦ αυτός που επιζητά, με κάθε μέσο, την προσωπική επιτυχία, που οι ενέργειές του δεν είναι παρά το πρόσχημα για την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών για επιτυχία: καριερίστας πολιτικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–