καρεκλοκένταυρος
Προφορά
Ετυμολογία
καρεκλοκένταυρος καρέκλα+κένταυρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καρεκλοκένταυρος
✦ με ειρων. σημ. για τους αργόσχολους, που περνούν τον καιρό τους καθισμένοι ιδ. σε καφενεία και άλλους δημόσιους χώρους αναψυχής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–