καρδούλα


καρδούλα
Προφορά

Ετυμολογία
καρδούλα υποκοριστικό του ουσιαστικού καρδιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καρδούλα

✦ καρδιά: φρ. το λέει η καρδούλα του, είναι θαρραλέος, τολμηρός
✦ καρδούλα μου, (προσφώνηση σε προσφιλή πρόσωπα) αγάπη μου
✦ καρδιόσχημο κόσμημα: της χάρισα μια μέρα την εικόνα μου μέσα σε μια χρυσή καρδούλα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.