καρδιοπαθής


καρδιοπαθής
Προφορά

Ετυμολογία
καρδιοπαθής καρδιά + παθεῖν του αορ. ἔπαθον του πάσχω

Ερμηνεία
καρδιοπαθής

✦ επίθ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από την καρδιά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.