καρατερίστα


καρατερίστα
Προφορά

Ετυμολογία
καρατερίστα └ιταλ┘caratterista

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρατερίστα

✦ θηλ. καρατερίστα ηθοποιός ικανός να ερμηνεύει όλους τους ρόλους, δραματικούς ή κωμικούς, που αντιπροσωπεύουν κάποιον ιδιαίτερο χαρακτήρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.