καραούλι


καραούλι
Προφορά

Ετυμολογία
καραούλι ίσως └τουρκ┘karakol (= φρουρά)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καραούλι

✦ φρουρά, βάρδια: όλη τη μέρα πόλεμο, τη νύχτα καραούλι (δημ. τραγ.)
✦ φρουρός, φύλακας
✦ σκοπιά, παρατηρητήριο

Συνώνυμα
βίγλα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.