καραντίνα
Προφορά
Ετυμολογία
καραντίνα └ιταλ┘quarantina
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καραντίνα
✦ υγειονομική κάθαρση
✦ (ναυτ.) σήμα σε πλοίο που τελεί υπό υγειονομική κάθαρση
✦ (μτφ. ) απομόνωση, αποκλεισμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–