καραμπόλα
Προφορά
Ετυμολογία
καραμπόλα └ιταλ┘carambola
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καραμπόλα
✦ επιτυχία στο παιχνίδι του μπιλιάρδου, όταν ο παίκτης χτυπά με τη σφαίρα του τις δύο άλλες
✦ (μτφ. ) αλλεπάλληλη σύγκρουση δύο ή περισσότερων σωμάτων (π.χ. αυτοκινήτων)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–