καραμούζα


καραμούζα
Προφορά

Ετυμολογία
καραμούζα └ιταλ┘corna-musa (= ποιμενική φλογέρα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καραμούζα

✦ πνευστό μουσικό όργανο με διαπεραστικό ήχο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.