καραγκούνισσα
Προφορά
Ετυμολογία
καραγκούνισσα άγν. ετυμολ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καραγκούνισσα
✦ θηλ. καραγκούνα κ. καραγκούνισσα ο κάτοικος του θεσσαλικού κάμπου
✦ (μτφ. ) αγροίκος
✦ θηλ. η καραγκούνα, είδος δημοτικού χορού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–