καραγκιόζης


καραγκιόζης
Προφορά

Ετυμολογία
καραγκιόζης └τουρκ┘karagöz (= μαυρομάτης)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καραγκιόζης

✦ ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών, τύπος τεμπέλη, πειναλέου, κακοφτιαγμένου και παμπόνηρου ανθρώπου
✦ (κατ’ επέκτ.) το θέατρο σκιών
(μτφ. ) γελωτοποιός
(μτφ. ) γελοίος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.