καπότα


καπότα
Προφορά

Ετυμολογία
καπότα └ιταλ┘capotta

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καπότα

✦ χοντρό πανωφόρι με κουκούλα, η κάπα των χωρικών: κρέμεται η καπότα στην αλυγαριά (δημ. τραγ.)
✦ ελαστικός θύλακος για το πέος, χρησιμοποιούμενος κατά τη συνουσία ως προφυλακτικό, περικαυλίς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.