καποτάστο
Προφορά
Ετυμολογία
καποτάστο └ιταλ┘capotasto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καποτάστο
✦ μικρότατη κινητή ράβδος, συνήθ. από ελεφαντοστό, που προσαρμόζεται στη λαβή εγχόρδων οργάνων, ιδ. μαντολίνου και κιθάρας, και χρησιμεύει για να ρυθμίζει την οξύτητα του ήχου των χορδών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–