καπνοπώλης


καπνοπώλης
Προφορά

Ετυμολογία
καπνοπώλης καπνός + πωλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καπνοπώλης

✦ θηλ. καπνοπώλισσα (Κ -πώλις, -ιδος) ο πωλητής τσιγάρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.