καπνοπαραγωγός


καπνοπαραγωγός
Προφορά

Ετυμολογία
καπνοπαραγωγός καπνός + παραγωγός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καπνοπαραγωγός -ός, -ό

✦ που παράγει καπνά
✦ καπνοπαραγωγός ως ουσ., ο γεωργός που καλλιεργεί καπνά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.