καπνοδόχος


καπνοδόχος
Προφορά

Ετυμολογία
καπνοδόχος μεταγενέστερη ελληνική καπνοδόχη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η καπνοδόχος

✦ χτιστός σωλήνας για την απαγωγή του καπνού από το τζάκι, καμινάδα, φουγάρο: οι καπνοδόχες ορθώνονται πολύ ψηλά, ένα χέρι αόρατο ανυφαίνει τους ατμούς των (Τ. Βαρβιτσιώτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.