καπνιστός


καπνιστός
Προφορά

Ετυμολογία
καπνιστός μεταγενέστερη ελληνική καπνιστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καπνιστός -ή, -ό

✦ ταριχευμένος με την επίδραση του καπνού: σολομός καπνιστός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.