καπνιστήριο


καπνιστήριο
Προφορά

Ετυμολογία
καπνιστήριο μεσαιωνική ελληνική καπνιστήριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καπνιστήριο

✦ ειδικός χώρος (σε θέατρο κτλ.) προορισμένος για τους καπνιστές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.