καπηλειό
Προφορά
Ετυμολογία
καπηλειό αρχαία ελληνική καπηλεῖον
Ερμηνεία
καπηλειό
✦ (Κ καπηλείον) οινομαγειρείο, ταβέρνα: Άλλος σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά, έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελειά (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–