καπελώνω


καπελώνω
Προφορά

Ετυμολογία
καπελώνω καπέλο

Ερμηνεία
ρήμα καπελώνω

✦ βάζω καπέλο σε κάποιον
✦ χτυπώ κάποιον στο καπέλο
✦ βάζω καπέλο στην τιμή εμπορεύματος, υπερτιμώ παράνομα
(μτφ. ) σφετερίζομαι τις θέσεις κάποιου για προσωπικό όφελος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.