κανόνας
Προφορά
Ετυμολογία
κανόνας αρχαία ελληνική κανών
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κανόνας
✦ όργανο για χάραξη ευθείας γραμμής, χάρακας
✦ καθετί που χρησιμεύει ως πρότυπο, ως μέτρο άλλων πραγμάτων
✦ γενική αρχή για την εφαρμογή θεωρίας
✦ (μτφ. ) διάταξη υποχρεωτικού χαρακτήρα
✦ (εκκλ.) κάνονας (βλ. λ.)
✦ εκτενής ύμνος
✦ είδος μουσικής σύνθεσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–