καντράν


καντράν
Προφορά

Ετυμολογία
καντράν └γαλλ┘ cadran

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το καντράν

✦ επίπεδο, τετράγωνο ή άλλου σχήματος πλακίδιο πάνω στο οποίο είναι σημειωμένοι οι αριθμοί των ωρών: το καντράν του ρολογιού
✦ επίπεδη επιφάνεια που φέρει ενδείξεις ή διαβαθμίσεις και δείκτη: το καντράν της πυξίδας
✦ το τμήμα του τηλεφώνου που έχει τους αριθμούς και στο οποίο μπορεί κάποιος να σχηματίσει το νούμερο που καλεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.