καντηλανάφτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
καντηλανάφτισσα καντήλα + ανάβω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καντηλανάφτισσα
✦ θηλ. καντηλανάφτισσα (Κ κανδηλανάπτης) υπηρέτης της εκκλησίας, που ανάβει τα καντήλια και τους πολυελαίους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–