κανονισμός


κανονισμός
Προφορά

Ετυμολογία
κανονισμός μεταγενέστερη ελληνική κανονισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κανονισμός

✦ ρύθμιση, τακτοποίηση
✦ σύνολο διατάξεων, κανόνων που ρυθμίζουν κάποια λειτουργία: ο κανονισμός της Βουλής
✦ βιβλίο που περιέχει τέτοιου είδους διατάξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.