κανονιοβολισμός
Προφορά
Ετυμολογία
κανονιοβολισμός κανονιοβολώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κανονιοβολισμός
✦ βολή πυροβόλου
✦ συνεχείς κανονιές: οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί κι οι κανονιοβολισμοί γινόντανε, από την πλευρά μας, πιο συχνοί (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–