κανονικός


κανονικός
Προφορά

Ετυμολογία
κανονικός μεταγενέστερη ελληνική κανονικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ κανονικός -ή, -ό

✦ ο σύμφωνος με ορισμένο κανόνα, με καθιερωμένο πρότυπο
✦ συμμετρικός
✦ ο σύμφωνος με τους νόμους και τους κανονισμούς

Συνώνυμα

Αντίθετα
ακανόνιστος ,αντικανονικός
Επιρρήματα
κανονικά (Κ κανονικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.