κανονιέρης


κανονιέρης
Προφορά

Ετυμολογία
κανονιέρης κανόνι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κανονιέρης

✦ πυροβολητής: κανόνι, σα να καρτεράς του κανονιέρη σου τη φλόγα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.