κανοναρχώ


κανοναρχώ
Προφορά

Ετυμολογία
κανοναρχώ μεταγενέστερη ελληνική κανοναρχῶ

Ερμηνεία
ρήμα κανοναρχώ -είς, -εί

✦ εκτελώ το έργο του κανονάρχη, απαγγέλλω μελωδικά την αρχή των κανόνων των εκκλησιαστικών ύμνων
(μτφ. ) εισηγούμαι σε κάποιον να πει κάτι, υποβάλλω, υποκινώ: άλλος σου κανοναρχάει τα λόγια σου (Β. Ρώτας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.