κανονάρχης
Προφορά
Ετυμολογία
κανονάρχης μεταγενέστερη ελληνική κανονάρχης
Ερμηνεία
κανονάρχης
✦ βοηθός του ψάλτη που απαγγέλλει μελωδικά την αρχή των κανόνων των εκκλησιαστικών ύμνων
✦ (μτφ. ) υποβολέας, υποκινητής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–