κανιβαλισμός


κανιβαλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
κανιβαλισμός κανίβαλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κανιβαλισμός

✦ ανθρωποφαγία
(μτφ. ) θηριωδία, ωμότητα, αγριότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.