κανίσκι


κανίσκι
Προφορά

Ετυμολογία
κανίσκι αρχαία ελληνική κανίσκιον (= μικρό κάνιστρο), υποκοριστικό του κάνεον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κανίσκι

✦ μικρό πανέρι
✦ κάνιστρο γεμάτο φαγώσιμα που στέλνεται ως δώρο σε γιορτές (γάμους, βαφτίσια κτλ.)
✦ (γεν.) δώρο, πεσκέσι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.