καμπτήρας
Προφορά
Ετυμολογία
καμπτήρας αρχαία ελληνική καμπτήρ, -ῆρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καμπτήρας
✦ αυτός που κάμπτει, που κυρτώνει κάτι: (ανατομ.) καμπτήρες μύες (οι μύες που όταν συστέλλονται ελαττώνουν τη γωνία ανάμεσα στα οστά μιας άρθρωσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–