καμπριολέ


καμπριολέ
Προφορά

Ετυμολογία
καμπριολέ └γαλλ┘ cabriolet

Ερμηνεία
καμπριολέ

✦ άκλ. ουσ. παλαιότερα, ελαφρά δίτροχη άμαξα συρόμενη από ένα άλογο, μόνιππο
✦ ανοιχτό επιβατικό αυτοκίνητο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.