καμπουρωτός


καμπουρωτός
Προφορά

Ετυμολογία
καμπουρωτός καμπούρα

Ερμηνεία
επίθετο┘ καμπουρωτός -ή, -ό

✦ που σχηματίζει καμπούρα, κυρτός: ένας καμπουρωτός θάμνος ήταν ολοζώντανος από ένα πλήθος πεταλούδες (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.