καμπανίτης


καμπανίτης
Προφορά

Ετυμολογία
καμπανίτης από το όν. της └γαλλ┘ επαρχίας Καμπανία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καμπανίτης

✦ είδος γαλλικού κρασιού, η σαμπάνια: κατά τα επιδόρπια έρρευσεν άφθονος ο καμπανίτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.