καμπάγιον
Προφορά
Ετυμολογία
καμπάγιον μεσαιωνική ελληνική κάμπαγος
Ερμηνεία
καμπάγιον
✦ σανδάλι των βυζαντινών αυτοκρατόρων και πατρικίων που προσαρμόζεται με λουριά και αφήνει ακάλυπτο το πάνω μέρος του ποδιού: στα ποδάρια του φορούσε τα κόκκινα καμπάγια που ποδένουνταν οι βασιλιάδες της Πόλης (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–